- κοινοτάτη
- κοινόςcommonfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)κοινόςcommonfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινοτάτῃ — κοινός common fem dat superl sg (attic epic ionic) κοινός common fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
μάντις — Έντομο της οικογένειας των μαντιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Η επιστημονική της ονομασία είναι Μantis religiosa και αποτελεί τον μοναδικό αντιπρόσωπο του γένους Mantis. Έχει λεπτό σώμα πράσινου ή καφεκίτρινου χρώματος και μήκους 5 7 εκ., με… … Dictionary of Greek
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
σανσεβιέρια — Γένος φυτών της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, όλα τροπικά (Αφρική, Ινδία). Τα φυτά αυτά διακρίνονται ιδιαίτερα για τα κομψά, σκληρά, όρθια φύλλα τους, με τις ωραίες λευκές ή κίτρινες… … Dictionary of Greek